- αρόσιμος
- arable
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αρόσιμος — ἀρόσιμος, ον (Α) [άροσις] 1. ο κατάλληλος για καλλιέργεια 2. μτφ. (για γυναίκα) η κατάλληλη να συλλάβει και να γεννήσει 3. ο καρπερός … Dictionary of Greek
ἀρόσιμος — arable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρόσιμος — η, ο πρόσφορος για καλλιέργεια, γόνιμος: Στη χώρα μας οι αρόσιμες εκτάσεις είναι σχετικά λίγες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρόσιμον — ἀρόσιμος arable masc/fem acc sg ἀρόσιμος arable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀροσίμοις — ἀρόσιμος arable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀροσίμου — ἀρόσιμος arable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀροσίμῳ — ἀρόσιμος arable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρόσιμα — ἀρόσιμος arable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρόσιμοι — ἀρόσιμος arable masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ολιγηροσίη — ὀλιγηροσίη, ἡ (Α) καλλιεργήσιμη γη μικρής εκτάσεως, μικρός αρόσιμος αγρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ἄροσις «όργωμα, καλιεργήσιμη γη». Το η τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] … Dictionary of Greek
ՎԱՐՈՅ — ( ) NBH 2 0797 Chronological Sequence: Unknown date ա. Ի սեռականէ բառիս Վար, որպէս Վարիլ, արօրադրելի. ἁρόσιμος arabilis. *Ոչ թզեան մի երկիր վարոյ՝ տեղի կայր. Ոսկ. հերոդ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)